- Στιλίχων
- Στιλίχωνmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Στιλίχων — Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Ονώριου (395 – 426). Εκλατινισμένος αξιωματικός βανδαλικής καταγωγής, με ξεχωριστές ικανότητες στρατιωτικές και πολιτικές, που ο πατέρας του Ονώριου, Θεοδόσιος ο… … Dictionary of Greek
Ρουφίνος — I (395 408). Σύμβουλος του ανήλικου αυτοκράτορα του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας Αρκάδιου, από την Ακουιτανία της νότιας Γαλλίας. Έξυπνος και δραστήριος, αλλά χωρίς ηθικούς φραγμούς και πολύ φιλόδοξος, έγινε ύπαρχος της Ανατολής και… … Dictionary of Greek
Ονώριος — I (Κωνσταντινούπολη 384 – Ραβένα 423). Αυτοκράτορας του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (395 423) μετά την οριστική διαίρεση της (395) από τον πατέρα του Θεοδόσιο τον Μεγάλο σε ανατολικό και δυτικό τμήμα. Η βασιλεία του Ο. –που… … Dictionary of Greek
Ραδαγαΐσιος — Σκύθης στρατηλάτης και, κατά άλλη παράδοση, βασιλιάς των Γότθων, που άκμασε τον 4o αι. Το 406, αφού συγκέντρωσε στρατό 200.000 αντρών, οργάνωσε εκστρατεία στην Ιταλία και έφτασε να απειλήσει τη Ρώμη. Αλλά ο Στιλίχων, αφού εξασφάλισε τη συμμαχία… … Dictionary of Greek